Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε πως η δίωξη του τέως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λετονίας Ίλμαρς Ρίμσεβικς (Ilmārs Rimšēvičs) μπορεί να συνεχιστεί, καθώς οι ενέργειες για τις οποίες κατηγορείται δεν τελέστηκαν υπό την επίσημη ιδιότητά του, κάτι που σημαίνει πως σε αυτή την περίπτωση δεν ισχύει η αρχή της ετεροδικίας.
Σε απόφαση που εκδόθηκε την Τρίτη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, σημειώνεται πως «όταν μια ποινική αρχή διαπιστώνει ότι οι πράξεις διοικητή κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους, για τις οποίες διεξάγει έρευνα, προδήλως δεν τελέστηκαν από αυτόν υπό την επίσημη ιδιότητά του, η διαδικασία εις βάρος του μπορεί να συνεχιστεί, δεδομένου ότι δεν ισχύει η ετεροδικία».
Όπως υπογραμμίζεται, «ο εν λόγω διοικητής δεν ενεργεί, συνακόλουθα, υπό την επίσημη ιδιότητά του, όταν τελεί πράξεις απάτης, διαφθοράς ή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες».
Η υπόθεση αφορά τις κατηγορίες τις οποίες απήγγειλε η εισαγγελία της Λετονίας κατά του τότε διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας Ίλμαρς Ρίμσεβικς τον Ιούνιο του 2018, παραπέμποντας τον ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου της πρωτεύουσας Ρίγα.
Ο κ. Ρίμσεβικς, του οποίου η τελευταία θητεία ως διοικητή έληξε τον Δεκέμβριο του 2019, κατηγορείται «για αποδοχή δύο προτάσεων δωροδοκίας συνδεόμενων με διαδικασία προληπτικής εποπτείας η οποία αφορούσε λετονική τράπεζα και για νομιμοποίηση εσόδων που προήλθαν από ένα εκ των ως άνω ποσών δωροδοκίας».
Το περιφερειακό δικαστήριο Ρίγας υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ώστε να καθορίσει εάν ο κ. Ρίμσεβικς δικαιούται προνόμια και ασυλία βάσει της αρχής της ετεροδικίας, καθώς την περίοδο την οποία αφορούν οι κατηγορίες ήταν μέλος του γενικού και του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Το σχετικό άρθρο του κοινοτικού δικαίου που αφορά προνόμια και ασυλίες «παρέχει στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης ετεροδικία για όλες τις πράξεις στις οποίες προέβησαν ενεργώντας υπό την επίσημη ιδιότητά τους» σημειώνεται.
Το ΔΕΕ αναφέρει στην απόφαση πως οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών μπορούν να τύχουν ετεροδικίας «για τις πράξεις στις οποίες προέβησαν ενεργώντας υπό την επίσημη ιδιότητά τους ως μελών οργάνου της ΕΚΤ», η οποία καλύπτει και την περίοδο μετά τη λήξη της θητείας τους.
Προστίθεται ότι η ετεροδικία «παρέχεται αποκλειστικώς προς το συμφέρον της Ένωσης» και πως η νομοθεσία «θέτει σε εφαρμογή την αρχή αυτή προβλέποντας ότι κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης υποχρεούται να άρει την ασυλία σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εκτιμά ότι η άρση της δεν είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ένωσης» και πως η απόφαση αυτή αφορά την ΕΚΤ στο πλαίσιο εθνικής ποινικής διαδικασίας που εκκρεμεί.
Ωστόσο, διευκρινίζει το ΔΕΕ στην απόφαση, «όταν η υπεύθυνη για την ποινική διαδικασία αρχή διαπιστώνει ότι οι επίμαχες πράξεις προδήλως δεν τελέστηκαν από τον διοικητή κεντρικής τράπεζας υπό την επίσημη ιδιότητά του ως μέλους οργάνου της ΕΚΤ, η διαδικασία εις βάρος του μπορεί να συνεχιστεί, δεδομένου ότι δεν ισχύει η ετεροδικία».
Εξ ορισμού, τονίζεται, «πράξεις απάτης, διαφθοράς ή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στα καθήκοντα ενός υπάλληλου ή μέλους του προσωπικού της ΕΕ.
Αν οι εθνικές αρχές κρίνουν, πριν μια υπόθεση οδηγηθεί στο δικαστήριο, πως ο κατηγορούμενος υπάλληλος ή μέλος του προσωπικού της ΕΕ ενδέχεται να χαίρει ετεροδικίας, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να ζητήσουν άρση της ασυλίας, σε αυτή την περίπτωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία και θα έπρεπε να δεχτεί το αίτημα, εκτός και αν αυτό αποδεικνυόταν αντίθετο προς τα συμφέροντα της ΕΕ.
Πηγή: ΚΥΠΕ